- μετακινήματα
- μετακίνημαmovementneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετακίνημα — το (Α μετακίνημα) [μετακινώ] μετακίνηση, μετάθεση («τὰ δὲ σμικρά μετακινήματα τῶν ὄψεων», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek